Ηλεκτρονικό Εμπόριο Στην Ελλάδα

Η ηλεκτρονική προβολή επιχειρήσεων ,το ηλεκτρονικό εμπόριο και η ηλεκτρονική επιχειρηματικότητα αποτελούν εξελίξεις στα επιχειρηματικά δρώμενα λόγω της αυξανόμενης χρήσης του διαδικτύου.
Η ιστορία του ηλεκτρονικού εμπορίου ξεκινάει στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με την ίδρυση του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Εμπορίου (www.eltrun.gr) στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και την έκδοση το 1993 του πανεπιστημιακού βιβλίου EDI: Ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων.


Αρχικά, λίγες επιχειρήσεις διέθεταν το δικό τους ιστότοπο ο οποίος είχε κύριο σκοπό την προβολή της επιχείρησης και τη διευκόλυνση της επικοινωνίας με αυτή. Αργότερα, ο ιστότοπος εξελίχθηκε σε ηλεκτρονικό κατάστημα (e-shop) το οποίο εξελίχθηκε με τη σειρά του σε τμήμα μιας ηλεκτρονικής επιχείρησης (e-business).
Πιο αναλυτικά, οι πρώτες προσπάθειες επικεντρώθηκαν στη χρήση του EDI για Β-Β (Business to Business), με τους κλάδους του έτοιμου ενδύματος (ιδιαίτερα εξαγωγικός κλάδος εκείνη την εποχή) και του λιανεμπορίου τροφίμων (λόγω των πολυεθνικών προμηθευτών) να έχουν τον κύριο λόγο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έχουμε την πρώτη οργανωμένη παρέμβαση της πολιτείας με τα «Κλαδικά Έργα EDI» που χρηματοδοτήθηκαν από το Υπουργείο Ανάπτυξης, και τη δημιουργία υποδομών/υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου από Επιμελητήρια – Εμπορικούς Συλλόγους στα πρότυπα των ηλεκτρονικών κέντρων εμπορίου του ΟΗΕ. Παράλληλα γίνονται δύο σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές Χ400 από τον ΟΤΕ και τη Forthnet για την ασφαλή ψηφιακή ανταλλαγή εμπορικών παραστατικών.
Η δεκαετία του 2000, με τη σταδιακή εμφάνιση του Διαδικτύου, χαρακτηρίζεται αρχικά από την επιτυχημένη έναρξη σοβαρών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο χώρο B-C (Business to Consumer) (π.χ. airtickets.gr, plaisio.gr, e-shop.gr), στις ηλεκτρονικές αγορές (π.χ. Cosmone, Χρυσή Ευκαιρία, ΒE, Yassas.gr) και στις εξειδικευμένες υπηρεσίες (IS Impact και ISPs). Στα μέσα της δεκαετίας η σχετική ΠΟΛ του Υπουργείου Οικονομικών για το ηλεκτρονικό τιμολόγιο επιτρέπει πλέον σε πάνω από 2.000 επιχειρήσεις να εμπλέκονται καθημερινά με το ηλεκτρονικό εμπόριο Β-Β αξιοποιώντας υψηλού επιπέδου ηλεκτρονικές υπηρεσίες που προσφέρονται πλέον από ελληνικές επιχειρήσεις. Το Διαδίκτυο γίνεται πια η βασική υποδομή των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της εναλλακτικής τραπεζικής.
Στην τρέχουσα δεκαετία, πάνω από 3.000 εταιρείες έχουν ως κύρια δραστηριότητα το ηλεκτρονικό εμπόριο, ενώ υπάρχουν βέλτιστες πρακτικές στο χώρο του τουρισμού, των ασφαλειών, των υπηρεσιών mCommerce, των ολοκληρωμένων λύσεων SCM κλπ. Η αρχή της φάσης ωριμότητας προσδιορίζεται το 2012 με την ίδρυση του GRECA (Ελληνικός Σύνδεσμος Ηλεκτρονικού Εμπορίου) και των βραβείων e-volution (www.evolutionawards.gr), όπου αναδεικνύονται σε ετήσια βάση βέλτιστες πρακτικές και επιχειρηματική αριστεία στο Ηλεκτρονικό Εμπόριο.
Ωστόσο, οι τελευταίες έρευνες σχετικά με το ηλεκτρονικό εμπόριο δείχνουν τη στροφή των Ελλήνων στο online κανάλι και το γεγονός ότι 10% των online αγοραστών ξεκίνησε αγορές ηλεκτρονικά μέσα στο 2016. Φαίνεται το ψηφιακό εμπόριο να ωριμάζει σταδιακά στην Ελλάδα και υπολογίζεται ότι τρεις στους δέκα Έλληνες είναι μεθοδικοί, πλέον, online αγοραστές. Με το 29% των online καταναλωτών να πραγματοποιεί πάνω από το 50% των συνολικών αγορών του ψηφιακά, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2015 ήταν στο 25% και το 2014 στο 9%. Η έρευνα διαπιστώνει ότι, το 2016, συνεχίζεται η αύξηση των αγορών από τα ελληνικά ηλεκτρονικά καταστήματα, αφού έξι στους δέκα αγοραστές έκαναν πάνω από το 80% των online αγορών τους από τοπικά e-shops, ενώ πέρσι η αναλογία ήταν 5 στους δέκα.Πάντως, η έρευνα διαπιστώνει ότι οι Έλληνες συνεχίζουν να έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά αγορών σε όλη την Ευρώπη από e-shops του εξωτερικού στα επίπεδα περίπου του 30%.

Ως αποτέλεσμα το ψηφιακό εμπόριο έχει προσφέρει ωφέλειες και αρκετές δυνατότητες, τόσο στους καταναλωτές όσο και στις εταιρείες που έχουν ηλεκτρονική παρουσία.
Αρχικά κάθε εταιρία μπορεί να διευρύνει τον κύκλο εργασιών της επεκτείνοντας τα γεωγραφικά όρια των συναλλαγών της. Αυτό σημαίνει πως κάθε επιχείρηση που διαθέτει τα προϊόντα της online μπορεί και αποκτά πελάτες σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από την έδρα της, ακόμα και στο εξωτερικό. Με άλλα λόγια, κάθε επιχείρηση που έχει ένα ηλεκτρονικό κατάστημα, είναι σαν να έχει υποκαταστήματα σε πολλές περιοχές και μάλιστα με ελάχιστο λειτουργικό κόστος. Επιπλέον οι ηλεκτρονικές συναλλαγές επιτρέπουν την αμφίδρομη σχέση μεταξύ επιχείρησης και καταναλωτή (interaction), με αποτέλεσμα η επιχείρηση να συλλέγει πολλά στοιχεία για τις συνήθειες, τις ανάγκες και τα γούστα των καταναλωτών και σύμφωνα με αυτά να αναπροσαρμόσει την πολιτική της προς το θετικότερο. Τέλος, γνωρίζοντας τις συγκεκριμένες ανάγκες των πελατών τους, οι εταιρίες μπορούν να προχωρήσουν στη δημιουργία συγκεκριμένων προϊόντων είτε ανταποκρινόμενων σε έναν καταναλωτή, είτε σε μια ομάδα καταναλωτών που χρειάζονται ένα νέο προϊόν το οποίο δεν υπάρχει ακόμα στην αγορά.
Όσον αφορά τους καταναλωτές το κόστος των προϊόντων που πωλούνται μέσω Internet είναι κατά γενικό κανόνα πολύ χαμηλότερο από τις τιμές του εμπορίου, αφού ένα ηλεκτρονικό κατάστημα είναι απαλλαγμένο από μεγάλο μέρος του λειτουργικού κόστους ενός πραγματικού καταστήματος (ενοικίαση χώρου και «αέρα», ηλεκτρικό, νερό κλπ) και γενικά απαιτεί πολύ λιγότερο υπαλληλικό προσωπικό. Επιπλέον η αγορά είναι πραγματικά παγκόσμια με αποτέλεσμα να μπορούν μέσω του υπολογιστή τους να αγοράσουν ακόμα και κάτι το οποίο δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα, χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν .
Συλλέγοντας όλες τις παραπάνω πληροφορίες σχετικά με το ψηφιακό εμπόριο στην Ελλάδα καταλήγουμε πως όλες οι δυνατότητες αυτές που προσφέρει λειτουργούν θετικά και ως προς τους καταναλωτές αλλά και ως προς τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στο ξεκίνημά τους. Αλλά και τις περισσότερες υφιστάμενες επιχειρήσεις που μπορούν δυνητικά να αναπροσαρμόσουν την στρατηγική τους όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πωλούν ή προωθούν τα προϊόντα τους. Το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει αναβαθμιστεί πλέον από μια καινοτόμο διαδικασία σε ένα κανάλι διανομής, τουλάχιστον ισότιμο με τα συμβατικά. Οφείλουν λοιπόν οι επιχειρηματίες να το αντιμετωπίσουν με την ανάλογη προσοχή και να διοχετεύσουν προς αυτήν την κατεύθυνση ένα σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων τους.


Μετάβαση στο περιεχόμενο